γυαλιστής

γυαλιστής
ο
1) полировщик; 2) (Г.) см. Γυάλινος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γυαλιστής" в других словарях:

  • γυαλιστής — ο 1. στιλβωτής 2. ο Ιούλιος …   Dictionary of Greek

  • γυάλινος — (I) η, ο (AM υάλινος, η, ον) κατασκευασμένος από γυαλί. (II) και γιουλιανός, ο ο Ιούλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυαλινός < γυαλίζω. Το επίθετο αυτό και το επίθ. γυαλιστής* χαρακτηρίζουν τον μήνα Ιούλιο, επειδή «γυαλίζει», ωριμάζει τα σταφύλια. Ο τ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»